yacido - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

yacido - translation to Αγγλικά


yacido      
lay
lie         
  • A motivational poster about lying declares "An [[ostrich]] only thinks he 'covers up'"
  • ''1984'' by [[George Orwell]]
  • Portrait bust]] of Aristotle made by [[Lysippos]]
  • automotive repair]] shops in California.
  • ''St. Augustine'' by [[Carlo Crivelli]]
  • Darius I, imagined by a Greek painter, fourth century BCE
  • Infographic ''How to spot fake news'' published by the [[International Federation of Library Associations and Institutions]]
  • A [[Torah scroll]] recovered from [[Glockengasse Synagogue]] in [[Cologne]]
  • date=17 May 2017 }} ''Boston University''.  Accessed 4 December 2017.</ref>
INTENTIONALLY FALSE STATEMENT TO A PERSON OR GROUP MADE BY ANOTHER PERSON OR GROUP
White lie; White Lie; Dissembling; Dissemble; Patent untruth; Lie of omission; Fibbing; Polite lie; Compound lie; Lying by omission; Behavioral signals of lying; Porky pie; Untruth; Fibster; Liar; Barefaced lie; Butler lie; Contextual lie; Emergency lie; Fabrication (lie); Fib (lie); Lying through your teeth; Lying in trade; Jocose lie; Haystack answer; Lie by omission; Communication of falsehood; Bold-faced lie; Bald-faced lie; Lying; Lying liar; Fibbed; Religious views on lying
yacer [Verb]
yacer      
= lie down.
Ex: They stopped or lay down or wallowed frequently just before the crossing point on the river.
----
* importancia + yacer = the importance of + Nombre + lie.
* yacer en = lie (in).